-
1 λεβηρίς 1
λεβηρίς, 1 - ίδοςGrammatical information: f.Meaning: `skin or slough of serpents' (Hp., J.), acc. to H. also = τὸ λέπος τοῦ κυάμου; proverbially of empty or thin objects (com.), cf. H. τινες δε ἄνδρα λέβηριν γενέσθαι πτωχόν.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Comparing τρι-ετ-ηρίς a. o. (s. ἔτος) an σ-stem *λέβος was supposed beside λοβός (s. v.), s. Schwyzer Glotta 5, 196f. - Here also (through cross) λέβινθοι ( cod. - ίνθιοι) ἐρέβινθοι H.; s. also λεβίας and λέβης. - On the island-name Λέβινθος Heubeck Beitr. z. Namenforsch. 1, 271 n 4. - The IE analysis seems misplaced, as it is rather a Pre-Greek word.Page in Frisk: 2,93-94Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > λεβηρίς 1
См. также в других словарях:
λεβηρίς — (I) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) 1. δέρμα φιδιού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τὸ λέπος τοῡ κυάμου». [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *λέβος (παρλλ. τ. τού λοβός) + ηρίς (πρβλ. ἔτος: τρι ετ ηρίς, επ ετ ηρίς)]. (II) λεβηρίς, ίδος, ἡ (Α) κουνέλι. [ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθ.… … Dictionary of Greek
λέπω — (Α) 1. αφαιρώ τον φλοιό ή το κέλυφος, ξελεπίζω, ξεφλουδίζω («κυάμου κολοκάσιον λέπειν», Νίκ.) 2. μαστιγώνω, δέρνω κάποιον ώς το σημείο να υποστεί εκδορές, ξεφλουδίσματα 3. τρώγω, κατατρώγω 4. παθ. λέπομαι α) ξεφλουδίζομαι («κάλαμος λελαμμένος» β) … Dictionary of Greek